ὑμνοποιός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br />qui compose des hymnes ; ὁ [[ὑμνοποιός]] poète d’hymnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[ποιέω]].
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br />qui compose des hymnes ; ὁ [[ὑμνοποιός]] poète d’hymnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[ποιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑμνοποιός:''' <b class="num">II</b> ὁ Eur. = [[ὑμνοθέτης]] II.<br />слагающий гимны (Μοῦσαι Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑμνοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που συνθέτει ύμνους· ως ουσ. [[ὑμνοποιός]], ὁ, [[ποιητής]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὑμνοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που συνθέτει ύμνους· ως ουσ. [[ὑμνοποιός]], ὁ, [[ποιητής]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑμνοποιός:''' <b class="num">II</b> ὁ Eur. = [[ὑμνοθέτης]] II.<br />слагающий гимны (Μοῦσαι Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑμνο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />[[making]] hymns: as [[substantive]], ὑμν., ὁ, a [[minstrel]], Eur.
|mdlsjtxt=ὑμνο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />[[making]] hymns: as [[substantive]], ὑμν., ὁ, a [[minstrel]], Eur.
}}
}}

Revision as of 21:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνοποιός Medium diacritics: ὑμνοποιός Low diacritics: υμνοποιός Capitals: ΥΜΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: hymnopoiós Transliteration B: hymnopoios Transliteration C: ymnopoios Beta Code: u(mnopoio/s

English (LSJ)

όν, making hymns, Μοῦσα E.Rh.651: Subst. -ποιός, ὁ, minstrel, Id.Supp.180:—hence ὑμνο-ποιέομαι, sing hymns of praise, Sm.Ps.55(56).11.

German (Pape)

[Seite 1179] Hymnen dichtend; Eur. Suppl. 192; ἡ, Rhes. 651.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
qui compose des hymnes ; ὁ ὑμνοποιός poète d’hymnes.
Étymologie: ὕμνος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνοποιός: II ὁ Eur. = ὑμνοθέτης II.
слагающий гимны (Μοῦσαι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ὕμνους, Μοῦσαι Εὐρ. Ρῆσ. 651· ὡς οὐσιαστ. ὑμνοποιός, ὁ ποιητής, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 180.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. υμνωδός, υμνολόγος
2. το αρσ. ως ουσ.ὑμνοποιός
ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -ποιός].

Greek Monotonic

ὑμνοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που συνθέτει ύμνους· ως ουσ. ὑμνοποιός, ὁ, ποιητής, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὑμνο-ποιός, όν ποιέω
making hymns: as substantive, ὑμν., ὁ, a minstrel, Eur.