ὑψιπαγής: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui se dresse fixe.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πήγνυμι]]. | |btext=ής, ές :<br />qui se dresse fixe.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψιπᾰγής:''' сложенный ввысь, т. е. высокий ([[τύμβος]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψῐπᾰγής:''' -ές (πᾰγῆναι), αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη, [[πανύψηλος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὑψῐπᾰγής:''' -ές (πᾰγῆναι), αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη, [[πανύψηλος]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψῐ-πᾰγής, ές [πᾰγῆναι]<br />[[high]]-built, [[towering]], Anth. | |mdlsjtxt=ὑψῐ-πᾰγής, ές [πᾰγῆναι]<br />[[high]]-built, [[towering]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, A high-built, towering, Σίπυλος APl.4.132 (Theodorid.). 2 set on high, ὅπλα ὑ. κρεμάσασα Nonn.D.2.712.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se dresse fixe.
Étymologie: ὕψι, πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ὑψιπᾰγής: сложенный ввысь, т. е. высокий (τύμβος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐπᾰγής: -ές, ὁ ἐν τῷ ὕψει ἐστερεωμένος, ὑψηλός, Ἀνθ. Π. 8. 177, Πλαν. 132.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη («ὄγδοον ἔσκον ἔγωγε πελώριος ἐνθάδε τύμβος, ὑψιπαγής», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. εὐ-παγής].
Greek Monotonic
ὑψῐπᾰγής: -ές (πᾰγῆναι), αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη, πανύψηλος, σε Ανθ.