ῥιπτέω: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf;<br />c.</i> [[ῥίπτω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf;<br />c.</i> [[ῥίπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥιπτέω:''' (только praes. и impf.) = [[ῥίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥιπτέω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., ισοδ. [[τύπος]] του [[ῥίπτω]], σε Τραγ.· Ιων. συνηρ. γʹ πληθ. [[ῥιπτεῦσι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ῥιπτέω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., ισοδ. [[τύπος]] του [[ῥίπτω]], σε Τραγ.· Ιων. συνηρ. γʹ πληθ. [[ῥιπτεῦσι]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥιπτέω:''' (только praes. и impf.) = [[ῥίπτω]].
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':?iptšw 里普帖哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':投<br />'''字義溯源''':投出去,摔掉;源自([[ῥίπτω]])*=拋擲)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 摔掉(1) 徒22:23
|sngr='''原文音譯''':?iptšw 里普帖哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':投<br />'''字義溯源''':投出去,摔掉;源自([[ῥίπτω]])*=拋擲)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 摔掉(1) 徒22:23
}}
}}

Revision as of 22:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιπτέω Medium diacritics: ῥιπτέω Low diacritics: ριπτέω Capitals: ΡΙΠΤΕΩ
Transliteration A: rhiptéō Transliteration B: rhipteō Transliteration C: ripteo Beta Code: r(ipte/w

English (LSJ)

used only in pres. and impf., collat. form of ῥίπτω, first in Od., ἀν-ερρίπτουν ἅλα πηδῷ 13.78, where it suits the metre (but not the Ion. dialect); so in Ar., ῥιπτεῖτε χλαίνας Ec.507; διαρριπτοῦντε Id.V.59; in Trag. ῥιπτέω is never either guaranteed or disproved by the metre, ῥιπτείσθω A.Pr.1043 (anap., cod. Med.), ῥιπτεῖ S.Aj.239 (anap.), Ant.131 (anap.), Tr.780, ῥιπτεῖν E.Tr.734 cod. P, ῥιπτοῦνθ' Hel.1096 cod. L, ῥιπτοῦντες Heracl.149 codd. LP; ῥίπτετ' and ἔρριπτον are guaranteed by the metre in E.HF941, Ba.1097, so that ῥίπτων, ῥίπτει may be accepted in E.Ba.150 (lyr.), Hel.1325 (lyr.); ῥιπτέω is found also in Prose, ῥιπτεῦσι Hdt.4.94 (v.l.); ῥιπτέουσι ib.188, cf. 7.50 (ἀνα-), 8.53, Th.4.95 (ἀνα-), Pl.Ti.80a, Arist.Ph.266b30, Mu.396a2, Plb.1.47.4, al., Agatharch.26; ῥειπτουμένων OGI629.158 (Palmyra, ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 845] nur im praes. u. impf. gebrauchte Nebenform von ῥίπτω, mit dem Nebenbegriffe der wiederholten Handlung; μετὰ σφοδρότητος ῥίπτειν erkl. vgl. Tr. 777; Ἀχαιοῖς ῥιπτεῖν ἀράς, Verwünschungen gegen sie schleudern, ausstoßen, Eur. Troad. 729; ἐς κίνδυνον ῥιπτοῦντες, Heracl. 150; ῥιπτεῖτε χλαίνας, Ar. Eccl. 507; u. in Prosa: Her. 4, 94. 8, 53 u. öfter; τῶν ῥιπτουμένων, Plat. Tim. 80 a; Xen. ἑαυτόν, Cyr. 3, 1, 25; Folgde; ῥιπτοῦντες ἑαυτοὺς εἰς τὸν ποταμόν, Pol. 5, 48, 4; ῥιπτούμενος ἀπὸ τῆς πέτρας, Luc. Phalar. prior 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf;
c.
ῥίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ῥιπτέω: (только praes. и impf.) = ῥίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιπτέω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἰσοδύναμος τύπος τοῦ ῥίπτω, πρῶτον ἐν τῇ Ὀδ., ἀνερρίπτουν ἅλα πηδῷ Ν. 78, ὅπου ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου· οὕτω παρὰ τῷ Ἀριστοφ., ῥιπτεῖτε χλαίνας Ἐκκλ. 507· ἐν ἅπασι τοῖς χωρίοις τῶν Τραγικῶν ἡ μόνη διαφορὰ εἶναι ὡς πρὸς τὸν τονισμόν, καὶ ὁ Elmsl. (Ἡρακλ. 150) πανταχοῦ προτιμᾷ νὰ ἀναγινώσκῃ ῥίπτω· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα συμφώνως ἔχουσι τὴν γραφὴν ῥιπτέω ἐν πολλοῖς χωρίοις τῶν τε ποιητῶν καὶ τῶν πεζογράφων, ῥιπτεῦσι Ἡρόδ. 4. 94· ῥιπτέουσι 4. 188, πρβλ. 7. 50., 8. 53, Σοφ. Ἀντ. 131, Αἴ. 239, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 4. 95, Πλάτ. Τίμ. 80Α, κτλ.

English (Strong)

from a derivative of ῥίπτω; to toss up: cast off.

Greek Monotonic

ῥιπτέω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., ισοδ. τύπος του ῥίπτω, σε Τραγ.· Ιων. συνηρ. γʹ πληθ. ῥιπτεῦσι, σε Ηρόδ.

Chinese

原文音譯:?iptšw 里普帖哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:投
字義溯源:投出去,摔掉;源自(ῥίπτω)*=拋擲)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 摔掉(1) 徒22:23