βρώμη: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
m (Text replacement - " (op\.) ([Α-Ωα-ωΆΈΉΊΌΎΏἈἘἨἸὈὨᾈᾘᾨἌἜἬἼὌὬᾌᾜᾬἊἚἪἺὊὪᾊᾚᾪἎἮἾὮᾎᾞᾮἉἙἩἹὉὙὩᾉᾙᾩῬἍἝἭἽὍὝὭᾍᾝᾭἋἛἫἻὋὛὫᾋᾛᾫἏ...)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[comida]] μνησόμεθα βρώμης <i>Od</i>.10.177, cf. <i>h.Cer</i>.394, τὴν κοιλίην ἐλινύειν ἐκ πλήθεος βρώμης Hp.<i>Acut</i>.47, καρχάλεοι κύνες ὥς τε περὶ βρώμης A.R.3.1058, cf. Q.S.8.389, 10.20, Marc.Sid.53, op. la bebida ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον <i>Od</i>.10.460, 12.23, 302, op. ποτής <i>Od</i>.10.379, cf. Nic.<i>Al</i>.499, Opp.<i>C</i>.2.352.
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[comida]] μνησόμεθα βρώμης <i>Od</i>.10.177, cf. <i>h.Cer</i>.394, τὴν κοιλίην ἐλινύειν ἐκ πλήθεος βρώμης Hp.<i>Acut</i>.47, καρχάλεοι κύνες ὥς τε περὶ βρώμης A.R.3.1058, cf. Q.S.8.389, 10.20, Marc.Sid.53, op. la bebida ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον <i>Od</i>.10.460, 12.23, 302, [[op.]] [[ποτής]] <i>Od</i>.10.379, cf. Nic.<i>Al</i>.499, Opp.<i>C</i>.2.352.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:19, 27 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρώμη Medium diacritics: βρώμη Low diacritics: βρώμη Capitals: ΒΡΩΜΗ
Transliteration A: brṓmē Transliteration B: brōmē Transliteration C: vromi Beta Code: brw/mh

English (LSJ)

, (βιβρώσκω) = βρῶμα, Od.10.460, Nic.Al.499, A.R.3.1058, Opp.C.2.352.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
comida μνησόμεθα βρώμης Od.10.177, cf. h.Cer.394, τὴν κοιλίην ἐλινύειν ἐκ πλήθεος βρώμης Hp.Acut.47, καρχάλεοι κύνες ὥς τε περὶ βρώμης A.R.3.1058, cf. Q.S.8.389, 10.20, Marc.Sid.53, op. la bebida ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον Od.10.460, 12.23, 302, op. ποτής Od.10.379, cf. Nic.Al.499, Opp.C.2.352.

German (Pape)

[Seite 467] ἡ, Speise, Hom. fünfmal, Odyss. 10, 177. 379. 460. 12, 23. 302. – Sp. D., z. B. Opp. Cyn. 2, 352.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nourriture.
Étymologie: βιβρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρώμη -ης, ἡ βιβρώσκω voedsel, eten.

Russian (Dvoretsky)

βρώμη: ἡ Hom. = βρῶμα.

Greek (Liddell-Scott)

βρώμη: ἡ, (βιβρώσκω) = βρῶμα, τροφή, Ὀδ. Κ. 460, Ὀππ. Κ. 2. 352.

English (Autenrieth)

ης (βιβρώσκω): food. (Od.)

Greek Monolingual

(I)
βρώμη, η (Α) βιβρώσκω
το βρώμα, η τροφή.
(II)
η
βλ. βρόμη.

Greek Monotonic

βρώμη: ἡ (βι-βρώσκω) = βρῶμα, φαγητό, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

= βρῶμα,] βιβρώσκω
food, Od.