γηράς: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γηράς:''' μτχ. αορ. βʹ του [[γηράσκω]], όπως αν προερχόταν από [[γηράσκω]].
|lsmtext='''γηράς:''' μτχ. αορ. βʹ του [[γηράσκω]], όπως αν προερχόταν από [[γηράσκω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>Il</i>. 17.197, aor. zu [[γηράσκω]].
}}
}}

Revision as of 16:32, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηράς Medium diacritics: γηράς Low diacritics: γηράς Capitals: ΓΗΡΑΣ
Transliteration A: gērás Transliteration B: gēras Transliteration C: giras Beta Code: ghra/s

English (LSJ)

v. γηράσκω.

Spanish (DGE)

v. γηράσκω.

French (Bailly abrégé)

v. γηράσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γηράς ptc. aor. act. van γηράσκω, γηράω.

Russian (Dvoretsky)

γηράς: part. aor. к γηράσκω.

Greek (Liddell-Scott)

γηράς: ἴδε ἐν λ. γηράσκω.

English (Autenrieth)

see γηράσκω.

Greek Monotonic

γηράς: μτχ. αορ. βʹ του γηράσκω, όπως αν προερχόταν από γηράσκω.

German (Pape)

Il. 17.197, aor. zu γηράσκω.