πρώσας: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πρώσας ptc. aor. act. van προωθέω. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρώσας:''' συνηρ. από το <i>προώσας</i>, μτχ. αορ. | |lsmtext='''πρώσας:''' συνηρ. από το <i>προώσας</i>, μτχ. αορ. αʹ του [[προωθέω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:46, 25 August 2023
English (LSJ)
πρῶσον, πρῶσις, v. προωθέω, πρόωσις.
German (Pape)
[Seite 804] zsgzgn für προῶσαι u. προώσας. S. προωθέω.
French (Bailly abrégé)
contr. p. προώσας, part. ao. de προωθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρώσας ptc. aor. act. van προωθέω.
Russian (Dvoretsky)
πρώσας: (= προώσας) part. aor. к προωθέω.
Greek (Liddell-Scott)
πρώσας: πρῶσον, πρῶσις, ἴδε ἐν λ. προωθέω, πρόωσις.
Greek Monotonic
πρώσας: συνηρ. από το προώσας, μτχ. αορ. αʹ του προωθέω.