συκοφαντίας: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συκοφαντίας -ου, ὁ [συκοφάντης] kom. woordvorming ( sc. ἄνεμος ) sycofanten-wind. | |elnltext=συκοφαντίας -ου, ὁ [συκοφάντης] kom. woordvorming ( ''[[sc.]]'' ἄνεμος ) sycofanten-wind. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:17, 30 November 2022
English (LSJ)
ου, ὁ (sc. ἄνεμος), Com. word in Ar.Eq.437, καικίας καὶ συκοφαντίας πνεῖ.
German (Pape)
[Seite 974] ὁ, so erklärt man Ar. Equ. 435, ὡς οὗτος ἤτοι καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ, etwa der Sykophantenwind; man kann aber auch πνεῖν mit dem gen. verbinden, und hier συκοφαντίας als gen. betrachten; Andere wollten daher in Καικίας auch Anspielung auf καἰκίας, d. i. καὶ αἰκίας finden.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le vent de la calomnie.
Étymologie: συκοφάντης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συκοφαντίας -ου, ὁ [συκοφάντης] kom. woordvorming ( sc. ἄνεμος ) sycofanten-wind.
Russian (Dvoretsky)
σῡκοφαντίᾱς: ου ὁ шутл. (по созвучию с καικίας) ветер доносительства или клеветы Arph.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοφαντίας: -ου, ὁ, ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 437, πνεῖ καικίας καὶ συκοφαντίας, πνέουσιν οἱ ἄνεμοι Καικίας καὶ Συκοφαντίας· ἀλλ’ ὑπάρχει καὶ παιδιὰ ἐπὶ τοῦ κακίας καὶ συκοφαντίας, πνέει ἄνεμος κακίας καὶ συκοφαντίας.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ενν. ἄνεμος) κωμική λ. πλασμένη αναλογικά προς τη λ. καικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συκοφάντης + επίθημα -ίας (πρβλ. καικ-ίας, Ολυμπ-ίας)].
Greek Monotonic
σῡκοφαντίας: -ου, ὁ, ο αέρα του Συκοφάντη (πρβλ. καικίας), σε Αριστοφ.