κακόμετρος: Difference between revisions
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />mal mesuré.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[μέτρον]]. | |btext=ος, ον :<br />[[mal mesuré]].<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[μέτρον]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:35, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, in bad metre, unmetrical, Plu.2.747f, etc.; τὸ κ. Phld.Po.Herc.1676.8.
German (Pape)
[Seite 1301] schlecht, falsch gemessen; στίχοι Schol. Il. 22, 379; τοῖς ἄγαν πεζοῖς καὶ κακομέτροις Plut. Symp. 9, 15, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mal mesuré.
Étymologie: κακός, μέτρον.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόμετρος: плохо отмеренный (στίχος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κακόμετρος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ ἐπὶ στίχου, ἔχων κακὸν μέτρον, Πλούτ. 2. 747F, κλ.
Greek Monolingual
κακόμετρος, -ον (Α)
1. (μετρική) ο στίχος που έχει κακό μέτρο
2. το ουδ. ως ουσ. (μετρική) τὸ κακόμετρον
το εσφαλμένο μέτρο, η κακομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. μονόμετρος, ομοιόμετρος].