Κυκλοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Kyklovoros
|Transliteration C=Kyklovoros
|Beta Code=*kuklobo/ros
|Beta Code=*kuklobo/ros
|Definition=ὁ, torrent in Attica, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων <span class="bibl">Id.<span class="title">Eq.</span>137</span>; <b class="b3">ᾤμην δ' ἔγωγε τὸν</b> K. κατιέναι <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>636</span>.
|Definition=ὁ, torrent in Attica, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων Id.''Eq.''137; <b class="b3">ᾤμην δ' ἔγωγε τὸν</b> K. κατιέναι Id.''Fr.''636.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυκλοβόρος Medium diacritics: Κυκλοβόρος Low diacritics: Κυκλοβόρος Capitals: ΚΥΚΛΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: Kyklobóros Transliteration B: Kykloboros Transliteration C: Kyklovoros Beta Code: *kuklobo/ros

English (LSJ)

ὁ, torrent in Attica, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων Id.Eq.137; ᾤμην δ' ἔγωγε τὸν K. κατιέναι Id.Fr.636.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Cycloborus, torrent de l'Attique.
Étymologie: κύκλος, βιβρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

Κυκλοβόρος: ὁ Киклобор, «Пожирающий все вокруг» (бурный поток в Аттике): Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων Arph. имеющий голос Киклобора, т. е. ревущий как Киклобор.

Greek (Liddell-Scott)

Κυκλοβόρος: ὁ, χαράδρα, χείμαρρος ἐν Ἀττικῇ ῥέων μετὰ πολλοῦ ψόφου, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων Ἀριστοφ. Ἱππ. 137· ᾤμην δ’ ἔγωγε τὸν Κ. κατιέναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 539· ἴδε ἐν λέξ. χαράδρα. (Πιθ. ἐκ √ΒΟΡ, βιβρώσκω).

Greek Monotonic

Κυκλοβόρος: -ου, ὁ (βι-βρώσκω)· Κυκλόβορος, χείμαρρος στην Αττική, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Κυκλο-βόρος, ου, βιβρώσκω
Cycloborus, a torrent in Attica, Ar.