γιγγλυμώδης: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γιγγλυμώδης]], -ες (Α) [[[γίγγλυμος]])<br />ο [[γιγγλυμοειδής]].
|mltxt=[[γιγγλυμώδης]], -ες (Α) [[[γίγγλυμος]])<br />ο [[γιγγλυμοειδής]].
}}
{{pape
|ptext=ες, = [[γιγγλυμοειδής]], Arist. <i>H.A</i>., [[varia lectio|v.l.]] γιγλυμ.
}}
}}

Revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γιγγλῠμώδης Medium diacritics: γιγγλυμώδης Low diacritics: γιγγλυμώδης Capitals: ΓΙΓΓΛΥΜΩΔΗΣ
Transliteration A: ginglymṓdēs Transliteration B: ginglymōdēs Transliteration C: gigglymodis Beta Code: gigglumw/dhs

English (LSJ)

ες, = γιγγλυμοειδής, Arist.HA529a32.

Spanish (DGE)

-ες
zool. subst. τὸ γιγγλυμῶδες charnela o juntura de los bivalvos αἱ ... λεπάδες κάτω ἐν τῷ βάθει, τὰ ... δίθυρα ἐν τῷ γιγγλυμώδει Arist.HA 529a31.

Russian (Dvoretsky)

γιγγλυμώδης: имеющий вид сочленения Arst.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγλῠμώδης: -ες, (εἶδος)= γιγγλυμοειδής, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 22.

Greek Monolingual

γιγγλυμώδης, -ες (Α) [[[γίγγλυμος]])
ο γιγγλυμοειδής.

German (Pape)

ες, = γιγγλυμοειδής, Arist. H.A., v.l. γιγλυμ.