διωκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />celui qui poursuit.<br />'''Étymologie:''' [[διώκω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />[[celui qui poursuit]].<br />'''Étymologie:''' [[διώκω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:13, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διωκτήρ Medium diacritics: διωκτήρ Low diacritics: διωκτήρ Capitals: ΔΙΩΚΤΗΡ
Transliteration A: diōktḗr Transliteration B: diōktēr Transliteration C: dioktir Beta Code: diwkth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, pursuer, Babr.128.14.

Spanish (DGE)

-ῆρος perseguidor λύκος Babr.128.14.

German (Pape)

[Seite 648] ῆρος, ὁ, der Verfolger, Babr. fab. 6.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
celui qui poursuit.
Étymologie: διώκω.

Russian (Dvoretsky)

διωκτήρ: ῆρος ὁ преследователь Babr.

Greek (Liddell-Scott)

διωκτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταδιώκων, ἐν σπουδῇ παρακολουθῶν, Βαβρ. 6· ‒ ὡσαύτως, διώκτης, ου, ὁ, Ν. Δ., Ἐκκλ.

Greek Monolingual

διωκτήρ, ο (Α) διώκω
αυτός που καταδιώκει ή παρακολουθεί προσεκτικά κάποιον.

Greek Monotonic

διωκτήρ: -ῆρος, ὁ (διώκω), διώκτης, καταδιώκτης, σε Βάβρ.· διώκτης-ου, ὁ, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

διωκτήρ, ῆρος, n n διώκω
a pursuer, Babr.