θεατροειδής: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theatroeidis | |Transliteration C=theatroeidis | ||
|Beta Code=qeatroeidh/s | |Beta Code=qeatroeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=θεατροειδές, [[like a theatre]], πέτρα Str.4.1.4, cf. D.S.19.45. Adv. [[θεατροειδῶς]] Str.16.2.41; [[like the spectators in a theatre]], Crito ap.Gal. 12.458. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
θεατροειδές, like a theatre, πέτρα Str.4.1.4, cf. D.S.19.45. Adv. θεατροειδῶς Str.16.2.41; like the spectators in a theatre, Crito ap.Gal. 12.458.
German (Pape)
[Seite 1190] ές, theaterförmig, D. Sic. 19, 45; Strab. IV, 179; auch adv., XVI, 763.
Russian (Dvoretsky)
θεᾱτροειδής: имеющий вид (амфи)театра (ἡ Ῥόδος Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτροειδής: -ές, ὅμοιος θεάτρῳ, πέτρα Στράβ. 179· θεατροειδοῦς οὔσης τῆς Ρόδου Διόδ. 19. 45. Ἐπίρρ. -δῶς, Στράβ. 763.
Greek Monolingual
-ές (Α θεατροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με θέατρο, που έχει σχήμα θεάτρου.
επίρρ...
θεατροειδῶς (Α)
1. θεατρικά, σαν θέατρο
2. ως θεατής στο θέατρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -ειδής < είδος (πρβλ. ατρακτοειδής, ευειδής)].