θυμίτης: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῠμῑ́της, ου, [[θύμον]]<br />flavoured with [[thyme]], Ar.
|mdlsjtxt=θῠμῑ́της, ου, [[θύμον]]<br />flavoured with [[thyme]], Ar.
}}
{{pape
|ptext=[[οἶνος]], <i>mit [[Thymian]] [[abgezogen]]</i>, Diosc.; [[ἅλες]], <i>Salz mit [[Thymian]] [[abgerieben]]</i>, Ar. <i>Ach</i>. 737 (wo cod. Rav. θυμητιδᾶν). 1066, [[gewöhnliches]] [[Gewürz]] für arme [[Leute]].
}}
}}

Revision as of 16:40, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠμῑ́της Medium diacritics: θυμίτης Low diacritics: θυμίτης Capitals: ΘΥΜΙΤΗΣ
Transliteration A: thymítēs Transliteration B: thymitēs Transliteration C: thymitis Beta Code: qumi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (θύμον) flavoured with thyme, ἅλες Ar.Ach.1099; οἶνος Dsc.5.49.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
préparé avec du thym ; θυμίτης οἶνος vin aromatisé de thym.
Étymologie: θύμος.

Russian (Dvoretsky)

θῠμίτης: (ῑ) сдобренный, приправленный (или смешанный с) тимьяном (ἅλες θυμῖται Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

θῠμίτης: ῑ, ου, ὁ, (θύμος) παρεσκευασμένος ἢ μεμιγμένος μετὰ θύμου, ἅλες θυμῖται Ἀριστοφ. Ἀχ. 1099· οὕτως, αὐτόθι 772, περὶ θυμῑτιδᾶν ἁλῶν, ἐξ ὀνομαστ. Θυμιτίδης, ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ· οἶνος Διοσκ. 5. 59.

Greek Monolingual

θυμίτης, ὁ (Α) θύμον
ανακατωμένος ή αρωματισμένος με θύμο, με θυμάρι (α. «ἅλας θυμίτας οἶσε» — φέρε αλάτι ανακατωμένο με ρίγανη, Αριστοφ.
β. «θυμίτης οἶνος» — κρασί αρωματισμένο με θυμάρι, Διοσκ.).

Greek Monotonic

θῠμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (θύμον), ανακατεμένος με θυμάρι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θῠμῑ́της, ου, θύμον
flavoured with thyme, Ar.

German (Pape)

οἶνος, mit Thymian abgezogen, Diosc.; ἅλες, Salz mit Thymian abgerieben, Ar. Ach. 737 (wo cod. Rav. θυμητιδᾶν). 1066, gewöhnliches Gewürz für arme Leute.