θρυαλλίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[θρυαλλίδιον]], ου, τό, [Dim. of [[θρυαλλίς]], Luc.] | |mdlsjtxt=[[θρυαλλίδιον]], ου, τό, [Dim. of [[θρυαλλίς]], Luc.] | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=τό [[mecha]] de una lámpara λαβὼν ἐπὶ σκότος τὸ θ. ἀπὸ τοῦ λύχνου αἵματι ὀνείῳ αἱμάξαι <b class="b3">toma de noche la mecha de una lámpara e imprégnal acon sangre de asno</b> P XIb 3 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 15 October 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., Luc.Tim.14.
German (Pape)
[Seite 1220] τό, dim. zum Folgdn, Luc. Tim. 14.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite mèche de lampe.
Étymologie: θρυαλλίς.
Russian (Dvoretsky)
θρυαλλίδιον: τό маленький фитиль, фитилек (sc. λυχνιδίου Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
θρυαλλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θρυαλλίς, Λουκ. Τίμ. 14.
Spanish
Greek Monolingual
θρυαλλίδιον, τὸ (Α)
φιτιλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρυαλλίς -ίδος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. αρν-ίον βιβλ-ίον)].
Greek Monotonic
θρυαλλίδιον: τό, υποκορ. του θρυαλλίς, σε Λουκ.
Middle Liddell
θρυαλλίδιον, ου, τό, [Dim. of θρυαλλίς, Luc.]
Léxico de magia
τό mecha de una lámpara λαβὼν ἐπὶ σκότος τὸ θ. ἀπὸ τοῦ λύχνου αἵματι ὀνείῳ αἱμάξαι toma de noche la mecha de una lámpara e imprégnal acon sangre de asno P XIb 3