καπάνη: Difference between revisions

From LSJ

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καπάνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> [[κάπη]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεσσαλική λ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παρ. τών [[κάπη]], [[κάπτω]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ᾱνᾱ</i> ([[πρβλ]]. <i>ἀπ</i>-<i>ήνη</i>). Η λ. συνδέεται πιθ. με γαλατορρωμαϊκό <i>capanna</i> «[[παράπηγμα]], [[καλύβα]]»].
|mltxt=[[καπάνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> [[κάπη]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεσσαλική λ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παρ. τών [[κάπη]], [[κάπτω]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ᾱνᾱ</i> ([[πρβλ]]. [[ἀπήνη]]). Η λ. συνδέεται πιθ. με γαλατορρωμαϊκό <i>capanna</i> «[[παράπηγμα]], [[καλύβα]]»].
}}
}}

Revision as of 06:48, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰπάνη Medium diacritics: καπάνη Low diacritics: καπάνη Capitals: ΚΑΠΑΝΗ
Transliteration A: kapánē Transliteration B: kapanē Transliteration C: kapani Beta Code: kapa/nh

English (LSJ)

[πᾱ], ἡ, A chariot, Thess. for ἀπήνη, Xenarch.11. (Prop. the cross-piece in a chariot seat, the side-pieces being καπάνᾰκες, Poll. 1.142.) II = κάπη, Hsch.; also, a felt helmet, Id.

German (Pape)

[Seite 1322] ἡ (vgl. κάπη), eigtl. die Krippe, vgl. καπανικός; bei den Thessalern der Wagen, Xenarch. b. Ath. X, 418 e, = ἀπήνη. Nach Poll. 1, 142 ein Theil des Wagens, das hintere Ouerholz am Kutschersitz. – Nach Hesych. auch τριχίνη κυνῆ. – [Die Penultima wahrscheinlich lang.]

Russian (Dvoretsky)

κᾰπάνη: (πᾱ) ἡ фесс. = ἀπήνη.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰπάνη: πα, ἡ, Θεσσαλικ. ἀντὶ τοῦ ἀπήνη, «καπάνας Θετταλοῖ πάντες καλοῦσι τὰς ἀπήνας» Ξέναρχ. ἐν «Σκύθαι» 2, ἴδε Κόβητον Ν. LL. 16· - ἡ μέση ῥάβδος ἅρματος, Πολυδ. Α΄, 142. ΙΙ. = φάτνη = κάπη, Ἡσύχ.· ὡσαύτως, «τριχίνη κυνῆ» ὁ αὐτ. Ἡ παραλήγουσα μακρά· ἴδε καπᾱνικὸς.

Greek Monolingual

καπάνη, ἡ (Α)
1. άμαξα
2. κάπη
3. είδος περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεσσαλική λ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παρ. τών κάπη, κάπτω και εμφανίζει επίθημα -ᾱνᾱ (πρβλ. ἀπήνη). Η λ. συνδέεται πιθ. με γαλατορρωμαϊκό capanna «παράπηγμα, καλύβα»].