λαιμότμητος: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λαιμότμητος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''λαιμότμητος:'''<br /><b class="num">1</b> с перерезанным горлом, т. е. отрубленный ([[κάρα]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[сжимающий горло]], [[сдавленный]] (ἄχη Arph.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:45, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, with the throat severed, κάρα E.Ph.455; λ. ἄχη cut-throat woes, Ar.Th.1054.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 détaché de la gorge;
2 qui sert la gorge (douleur).
Étymologie: λαιμός, τμητός.
Russian (Dvoretsky)
λαιμότμητος:
1 с перерезанным горлом, т. е. отрубленный (κάρα Eur.);
2 сжимающий горло, сдавленный (ἄχη Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
λαιμότμητος: -ον, ἀποκεχωρισμένος ἐκ τοῦ λαιμοῦ, κεκομμένος, κάρα Εὐρ. Φοίν. 455· λ. ἄχεα, τὸν λαιμὸν συσφίγγοντα, καταπνίγοντα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054· πρβλ. λαιμότομος.
Greek Monolingual
λαιμότμητος, -ον (Α)
1. (για κεφάλι) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ λαιμότμητον εἰσορᾷς κάρα Γοργόνος», Ευρ.)
2. αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τμητός (< τέμνω), πρβλ. δορίτμητος, χειρότμητος].
Greek Monotonic
λαιμότμητος: -ον (τέμνω), αποκομμένος από τον λαιμό, αυτός που έχει κομμένο τον λαιμό, σε Ευρ.
Middle Liddell
λαιμό-τμητος, ον [from λαιμός τέμνω
with the throat severed, Eur.