ληπτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ληπτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[умеющий приобретать]], [[стяжательный]] ([[μήτε]] λ. [[μήτε]] [[φυλακτικός]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[вбирающий]], [[втягивающий]] (τοῦ σῶματος ἢ ἐκκριτικαὶ ἢ ληπτικαὶ κινήσεις Arst.).
|elrutext='''ληπτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[умеющий приобретать]], [[стяжательный]] ([[μήτε]] λ. [[μήτε]] [[φυλακτικός]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[вбирающий]], [[втягивающий]] (τοῦ σῶματος ἢ ἐκκριτικαὶ ἢ ληπτικαὶ κινήσεις Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:49, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληπτικός Medium diacritics: ληπτικός Low diacritics: ληπτικός Capitals: ΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: lēptikós Transliteration B: lēptikos Transliteration C: liptikos Beta Code: lhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A disposed to accept, Arist.EN1120b15. II assimilative, opp. ἐκκριτικός, Id.Ph.243b14.

German (Pape)

[Seite 40] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem ἐλευθέριος, μήτε ληπτικὸν ὄντα μήτε φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui prend ou reçoit volontiers.
Étymologie: λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ληπτικός:
1 умеющий приобретать, стяжательный (μήτε λ. μήτε φυλακτικός Arst.);
2 вбирающий, втягивающий (τοῦ σῶματος ἢ ἐκκριτικαὶ ἢ ληπτικαὶ κινήσεις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ληπτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. ἀφομοιωτικός, ἀντίθετ. τῷ ἐκκριτικός, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.

Greek Monolingual

ληπτικός, -ή, -όν (Α) ληπτός
1. ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί κάτι
2. αφομοιωτικός, σε αντιδιαστολή προς τον εκκριτικό.

Greek Monotonic

ληπτικός: -ή, -όν (λαμβάνω), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ.

Middle Liddell

ληπτικός, ή, όν λαμβάνω
disposed to accept, Arist.