λοφώδης: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (Α [[λοφώδης]], -ῶδες) [[λόφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν [[ταύτῃ]] ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει [[οἷον]] [[λοφώδης]] [[ὄγκος]] μετὰ ζόφου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] λόφους («[[λοφώδης]] [[έκταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] κτισμένος [[πάνω]] σε λόφο. | |mltxt=-ες (Α [[λοφώδης]], -ῶδες) [[λόφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν [[ταύτῃ]] ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει [[οἷον]] [[λοφώδης]] [[ὄγκος]] μετὰ ζόφου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] λόφους («[[λοφώδης]] [[έκταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] κτισμένος [[πάνω]] σε λόφο. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, <i>[[hügelig]]</i>, Arist. <i>[[Meteor]]</i>. 2.8. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:39, 24 November 2022
English (LSJ)
ες, like a ridge, ὄγκος Arist. Mete. 367a4; on a ridge, πόλις Procop. Aed. 5.6.
Russian (Dvoretsky)
λοφώδης: похожий на холм или бугор (ὄγκος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λοφώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς λόφον, ὄγκος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15. 2) ἔχων λόφους, ὀρεινός, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 11, 17.
Greek Monolingual
-ες (Α λοφώδης, -ῶδες) λόφος
1. αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν ταύτῃ ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει οἷον λοφώδης ὄγκος μετὰ ζόφου», Αριστοτ.)
2. ο γεμάτος λόφους («λοφώδης έκταση»)
αρχ.
αυτός που είναι κτισμένος πάνω σε λόφο.