λουτήριον: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λουτήριον]], τὸ (AM, Α δωρ. τ. [[λωτήριον]]) [[λουτήρ]]<br />ο [[λουτήρας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[δοχείο]] στο οποίο πλένονται τα ποτήρια<br /><b>2.</b> το [[βαπτιστήριο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ποτηριού. | |mltxt=[[λουτήριον]], τὸ (AM, Α δωρ. τ. [[λωτήριον]]) [[λουτήρ]]<br />ο [[λουτήρας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[δοχείο]] στο οποίο πλένονται τα ποτήρια<br /><b>2.</b> το [[βαπτιστήριο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ποτηριού. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, dim. zu [[λουτήρ]], Aesch. frg. 321; <i>eine Art [[Becher]]</i>, Epigen. bei Ath. XI.486c. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:51, 24 November 2022
English (LSJ)
τό, Dor. λωτήριον Tab.Heracl.1.184, A = λουτήρ, Antiph.208, IG22.1425.371 (iv B. C.), PLond.2.193.21 (ii A. D.); λουτήρια μέγιστα A.Fr.366. II a kind of cup, Epig.6.
Russian (Dvoretsky)
λουτήριον: τό ванна, водоем для купания Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
λουτήριον: τό, ὑποκορ. τοῦ λουτήρ, Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 2· λουτήρια μέγιστα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332. ΙΙ. εἶδος ποτηρίου, Ἐπιγέν. ἐν «Μνηματίῳ» 1.
Greek Monolingual
λουτήριον, τὸ (AM, Α δωρ. τ. λωτήριον) λουτήρ
ο λουτήρας
μσν.
1. το δοχείο στο οποίο πλένονται τα ποτήρια
2. το βαπτιστήριο
αρχ.
είδος ποτηριού.
German (Pape)
τό, dim. zu λουτήρ, Aesch. frg. 321; eine Art Becher, Epigen. bei Ath. XI.486c.