Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιτραῖος: Difference between revisions

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=λιτραῖος, -αία, -ον (Α) [[λίτρα]]·1. αυτός που ζυγίζει ή αξίζει μία [[λίτρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[χωρητικότητα]] μιας λίτρας.
|mltxt=λιτραῖος, -αία, -ον (Α) [[λίτρα]]·1. αυτός που ζυγίζει ή αξίζει μία [[λίτρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[χωρητικότητα]] μιας λίτρας.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῑτραῖος, η, ον<br />[[weighing]] or [[worth]] a [[λίτρα]], Anth.
|mdlsjtxt=λῑτραῖος, η, ον<br />[[weighing]] or [[worth]] a [[λίτρα]], Anth.
}}
{{pape
|ptext== [[λιτριαῖος]], Pallad. 39 (XI.204), χείλη.
}}
}}

Revision as of 16:48, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιτραῖος Medium diacritics: λιτραῖος Low diacritics: λιτραίος Capitals: ΛΙΤΡΑΙΟΣ
Transliteration A: litraîos Transliteration B: litraios Transliteration C: litraios Beta Code: litrai=os

English (LSJ)

α, ον, A weighing or worth a λίτρα, χείλη AP11.204 (Pall.), cf. Gal.13.415. II λ. κέρας a drinking-cup holding 1 λίτρα, ib.435.

French (Bailly abrégé)

αία, αῖον;
qui pèse ou ne pèse qu'une livre.
Étymologie: λίτρα.

Russian (Dvoretsky)

λιτραῖος: весящий римский фунт, фунтовый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτραῖος: -α, -ον, ζυγίζων ἢ ἀξίζων μίαν λίτραν, Λατ. libralis, Ἀνθ. Π. 11. 204, Γαλην. 13. 657· οὕτω, λιτριαῖος, Διον. Ἁλ. 9. 27· ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 545.

Greek Monolingual

λιτραῖος, -αία, -ον (Α) λίτρα·1. αυτός που ζυγίζει ή αξίζει μία λίτρα
2. αυτός που έχει χωρητικότητα μιας λίτρας.

Greek Monotonic

λῑτραῖος: -α, -ον, αυτός που ζυγίζει ή αξίζει όσο μια λίτρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῑτραῖος, η, ον
weighing or worth a λίτρα, Anth.

German (Pape)

λιτριαῖος, Pallad. 39 (XI.204), χείλη.