κακόμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[μοῖρα]].
|btext=ος, ον :<br />[[malheureux]].<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[μοῖρα]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:29, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμοιρος Medium diacritics: κακόμοιρος Low diacritics: κακόμοιρος Capitals: ΚΑΚΟΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: kakómoiros Transliteration B: kakomoiros Transliteration C: kakomoiros Beta Code: kako/moiros

English (LSJ)

ον, ill-fated, ὠδῖνες AP7.375 (Antiphil.), cf. Maiuri Nuova Silloge630.

German (Pape)

[Seite 1301] von bösem Geschick, unglücklich, ὠδῖ. νες Antiphil. 40 (VII, 375).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
malheureux.
Étymologie: κακός, μοῖρα.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόμοιρος: злосчастный, роковой (ὠδῖνες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κακόμοιρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων κακὴν μοῖραν, δυστυχής, Ἀνθ. Π. 7. 375.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόμοιρος, -ον)
αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, ταλαίπωρος, κακότυχος.
επίρρ...
κακόμοιρα
άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μονόμοιρος, ολβιόμοιρος].

Greek Monotonic

κᾰκόμοιρος: -ον (μοῖρα), δύσμοιρος, κακότυχος, σε Ανθ.

Middle Liddell

κᾰκό-μοιρος, ον μοῖρα
ill-fated, Anth.