οἰστρώδης: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰστρώδης]], -ῶδες (Α) [[οίστρος]]<br />[[μανιώδης]], [[παράφρων]] («δι' ἐπιθυμίας οἰστρώδεις | |mltxt=[[οἰστρώδης]], -ῶδες (Α) [[οίστρος]]<br />[[μανιώδης]], [[παράφρων]] («δι' ἐπιθυμίας οἰστρώδεις ἐπιχειρεῖ κρατεῖν», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 13 October 2022
English (LSJ)
ες, raging, frantic, ἐπιθυμίαι Pl.Ti.91b, Lg.734a, Epicur. Sent.Vat.80; λύσσαι Ti.Locr.102e.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
semblable à un animal piqué par un taon ; transporté de fureur.
Étymologie: οἶστρος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
οἰστρώδης: словно преследуемый слепнями, т. е. исступленный, безумный (ἐπιθυμίαι, λύοσαι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰστρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς τὸν κεντηθέντα ὑπὸ οἴστρου· μανιώδης, ἔκφρων, ἐπιθυμίαι Πλάτ. Τίμ. 91Β, Νόμ. 734Α.
Greek Monolingual
οἰστρώδης, -ῶδες (Α) οίστρος
μανιώδης, παράφρων («δι' ἐπιθυμίας οἰστρώδεις ἐπιχειρεῖ κρατεῖν», Πλάτ.).