μισθοδοτέω: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μισθοδοτέω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''μισθοδοτέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[выплачивать жалованье]] (τινι Xen., Dem.);<br /><b class="num">2</b> [[оплачивать]] (τοὺς ὁπλίτας Dem.; τὴν δύναμιν Polyb.): μισθοδοτεῖσθαι τὰ προσοφειλόμενα τῶν ὀψωνίων Polyb. получать невыплаченное или задержанное жалованье. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:56, 25 November 2022
English (LSJ)
pay wages, abs., X.HG4.8.21; τινι Id.An.7.1.13, D.23.142: c. acc., furnish with pay, Id.15.32, Decr. ap. eund.18.115; τοὺς παιδευτάς SIG672.42 (Delph., ii B. C.):— Pass., receive pay, τὰ προσοφειλόμενα Plb.1.66.3, etc.
German (Pape)
[Seite 190] Lohn geben, besolden; Xen. An. 7, 1, 13, Dem. u. Folgde; τὴν δύναμιν, das Heer besolden, Pol. 5, 2, 11 u. öfter; auch pass., μισθοδοτεῖσθαι τὰ προσοφειλόμενα τῶν ὀψωνίων, den rückständigen Sold erhalten, 1, 66, 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 donner un salaire : τινι à qqn;
2 solder, soudoyer une troupe.
Étymologie: μισθοδότης.
Russian (Dvoretsky)
μισθοδοτέω:
1 выплачивать жалованье (τινι Xen., Dem.);
2 оплачивать (τοὺς ὁπλίτας Dem.; τὴν δύναμιν Polyb.): μισθοδοτεῖσθαι τὰ προσοφειλόμενα τῶν ὀψωνίων Polyb. получать невыплаченное или задержанное жалованье.
Greek (Liddell-Scott)
μισθοδοτέω: πληρώνω μισθούς, ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 21· τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 7. 1, 13, Δημ. 667. 3· - μετ’ αἰτ., παρέχω πληρωμήν, μισθόν, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 265. 14, Πολύβ. 5. 2, 11, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθητ., λαμβάνω μισθόν, πληρώνομαι, τὰ προσοφειλόμενα ὁ αὐτ. 1. 66, 4, κτλ.
Greek Monotonic
μισθοδοτέω: μέλ. -ήσω, καταβάλλω μισθό, αμτβ., σε Ξεν., Δημ.· με αιτ., εφοδιάζω με μισθό, παρέχω μισθό, Ψήφισμα παρά Δημ.
Middle Liddell
μισθοδοτέω, fut. -ήσω
to pay wages, absol., Xen., Dem.: —c. acc. to furnish with pay, Decret. ap. Dem. [from μισθοδότης