νεοσύλλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neosyllektos
|Transliteration C=neosyllektos
|Beta Code=neosu/llektos
|Beta Code=neosu/llektos
|Definition=ον, = [[νεοσύλλογος]] ([[newly collected]], [[incurred]], [[newly levied]]), DH. 8.13, 11.23, J. ''BJ'' 1.17.1, Plu. ''Caes.'' 25.
|Definition=νεοσύλλεκτον, = [[νεοσύλλογος]] ([[newly collected]], [[incurred]], [[newly levied]]), DH. 8.13, 11.23, J. ''BJ'' 1.17.1, Plu. ''Caes.'' 25.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσύλλεκτος Medium diacritics: νεοσύλλεκτος Low diacritics: νεοσύλλεκτος Capitals: ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: neosýllektos Transliteration B: neosyllektos Transliteration C: neosyllektos Beta Code: neosu/llektos

English (LSJ)

νεοσύλλεκτον, = νεοσύλλογος (newly collected, incurred, newly levied), DH. 8.13, 11.23, J. BJ 1.17.1, Plu. Caes. 25.

German (Pape)

[Seite 245] neuerdings, eben erst gesammelt, angeworben; στρατιά, D. Hal. 8, 13; Plut. Caes. 25.

Russian (Dvoretsky)

νεοσύλλεκτος: Plut. = νεοσύλλογος.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσύλλεκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Διονύσ. Ἁλ. 8. 13., 11. 23, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 17, 1.

Greek Monolingual

και νεοσύλλεχτος, -η, -ο (Α νεοσύλλεκτος, -ον)
αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νεοσύλλεκτος και η νεοσύλλεκτη
(ειδικά) αυτός που μόλις κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία ως οπλίτης, ναύτης ή σμηνίτηςτάγμα νεοσυλλέκτων»).