οἰνίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰνίδιον]], τὸ (Α) (υποκορ. του [[οἶνος]]) μικρή [[ποσότητα]] κρασιού ή αδύνατο [[κρασί]]. | |mltxt=[[οἰνίδιον]], τὸ (Α) (υποκορ. του [[οἶνος]]) μικρή [[ποσότητα]] κρασιού ή αδύνατο [[κρασί]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, dim. von [[οἶνος]], <i>ein [[wenig]] Wein</i>, DL. 10.11. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:46, 24 November 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of οἶνος, small wine, poor wine, Apollod. ap. D.L. 10.11.
Russian (Dvoretsky)
οἰνίδιον: (ῐδ) τό немножко вина Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ οἶνος, οἰνάριον, Διογ. Λ. 10. 11.
Greek Monolingual
οἰνίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. του οἶνος) μικρή ποσότητα κρασιού ή αδύνατο κρασί.