παρεκτικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parektikos | |Transliteration C=parektikos | ||
|Beta Code=parektiko/s | |Beta Code=parektiko/s | ||
|Definition= | |Definition=παρεκτική, παρεκτικόν, ([[παρέχω]])<br><span class="bld">A</span> [[able to cause]], Stoic.2.119; ἀλγηδόνος S.E.''M.''7.203, cf. Alex.Aphr. ''in Metaph.''58.29; ἐλπίδος Gal.17(2).147; δυάδος ''Theol.Ar.''6; τοῦ εὖ Procl.''Inst.''9.<br><span class="bld">II</span> [[liberal]], Ar.Byz. ''Epit.''43.7 (Comp.), Vett. Val.47.3, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
παρεκτική, παρεκτικόν, (παρέχω)
A able to cause, Stoic.2.119; ἀλγηδόνος S.E.M.7.203, cf. Alex.Aphr. in Metaph.58.29; ἐλπίδος Gal.17(2).147; δυάδος Theol.Ar.6; τοῦ εὖ Procl.Inst.9.
II liberal, Ar.Byz. Epit.43.7 (Comp.), Vett. Val.47.3, al.
German (Pape)
[Seite 514] ή, όν, zum Darreichen od. Geben geschickt, geneigt, darreichend, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 24; ἀλγηδόνος, S. Emp. adv. math. 7, 203.
Russian (Dvoretsky)
παρεκτικός: доставляющий, причиняющий: τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικόν Sext. то, что причиняет боль.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκτικός: ή,όν, ὁ δυνάμενος νὰ παράσχῃ, νὰ προξενήσῃ τι, τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7.203 · θερμότητος Γαλην., κτλ.· - τὸ παρεκτικόν, ἡ ἰδιότης τοῦ παρέχειν, τοῦ προξενεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 929.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παρέχω
1. αυτός που μπορεί να παρέχει, να επιφέρει κάτι, ο παραίτιος (α. «παρεκτικὸς ἀλγηδόνος», Σέξτ. Εμπ.
β. «παρεκτικὸς ἐλπίδος», Γαλ.)
2. γενναιόδωρος, κουβαρντάς, ελευθέριος.