περιπλόμενος: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=περιπλόμενος ptc. aor. med. van περιπέλομαι. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:51, 25 August 2023
English (LSJ)
v. περιπέλομαι.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
part. ao.2 sync. de περιπέλομαι.
Russian (Dvoretsky)
περιπλόμενος: part. aor. 2 к περιπέλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλόμενος: ἴδε περιπέλομαι.
English (Autenrieth)
see περιπέλομαι.
Greek Monotonic
περιπλόμενος: συγκοπτ. μτχ. του περιπέλομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπλόμενος ptc. aor. med. van περιπέλομαι.