πολιώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />grisonnant, qui blanchit.<br />'''Étymologie:''' [[πολιός]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />[[grisonnant]], [[qui blanchit]].<br />'''Étymologie:''' [[πολιός]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ες, greyish, whitish, Alex.Aphr.Pr.1.8, dub. l. in Luc. Alex.60.
German (Pape)
[Seite 657] ες, graulich, weißlich, Luc. Alex. 60.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
grisonnant, qui blanchit.
Étymologie: πολιός, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
πολιώδης: седой, седовласый (ἰατρός Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
πολιώδης: -ες, (πολιός, εἶδος) ἐπὶ ἀνδρός, ὁ κλίνων πρὸς τὸ πολιόν, ἀρχίζων νὰ ἀσπρίζῃ, Λουκ. Ἀλέξ. 60.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πολιός
αυτός που αρχίζει να γίνεται πολιός, που αρχίζει να ασπρίζει.
Greek Monotonic
πολιώδης: -ες (πολιός, εἶδος), γκριζόχρωμος, αυτός που αρχίζει να ασπρίζει, σε Λουκ.