στιβάδιον: Difference between revisions
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stivadion | |Transliteration C=stivadion | ||
|Beta Code=stiba/dion | |Beta Code=stiba/dion | ||
|Definition=τό, Dim. of [[στιβάς]], | |Definition=τό, ''Dim. of'' [[στιβάς]], Plu.''Phil.''4, Luc.''Tox.''31, App.''BC''1.61. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:46, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of στιβάς, Plu.Phil.4, Luc.Tox.31, App.BC1.61.
German (Pape)
[Seite 942] τό, dim. von στιβάς, Plut. Philop. 4 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de στιβάς.
Russian (Dvoretsky)
στῐβάδιον: (ᾰ) τό [demin. к στιβάς подстилка (из соломы, травы или листьев) Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
στῐβάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στιβάς, Πλουτ. Φιλοπ. 4, Λουκ. Τόξ. 31.
Greek Monolingual
και στιβάδειον, τὸ, Α στιβάς, -άδος]
υποκορ. μικρή στιβάδα («στιβάδιον τι ποιησάμενος καὶ φύλλα ὑποβαλόμενος», Αππ.).
Greek Monotonic
στῐβάδιον: τό, υποκορ. του στιβάς, σε Πλούτ., Λουκ.
Middle Liddell
στῐβάδιον, ου, τό, [Dim. of στιβάς, Plut., Luc.]