συνεπιρρέω: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιρρέω]]<br /><b>1.</b> [[τρέχω]] [[προς]] ένα [[σημείο]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> εξαπλώνομαι, διαδίδομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[συντελώ]], [[συμβάλλω]].
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιρρέω]]<br /><b>1.</b> [[τρέχω]] [[προς]] ένα [[σημείο]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> εξαπλώνομαι, διαδίδομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[συντελώ]], [[συμβάλλω]].
}}
{{pape
|ptext=([[ῥέω]]), <i>mit od. [[zugleich]] [[hinzufließen]]</i>, Plut. <i>Symp</i>. 6.9.3.
}}
}}

Revision as of 17:02, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιρρέω Medium diacritics: συνεπιρρέω Low diacritics: συνεπιρρέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΡΡΕΩ
Transliteration A: synepirréō Transliteration B: synepirreō Transliteration C: synepirreo Beta Code: sunepirre/w

English (LSJ)

flow to together, Gal.13.668, PGrenf.2.69.19 (iii A.D.); σ. ὁ ὄχλος D.H.10.16; extend in flow, ἔλαιον σ. πορρωτάτω Plu.2.696d.

French (Bailly abrégé)

couler ou se répandre de tous côtés.
Étymologie: σύν, ἐπιρρέω.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιρρέω: одновременно стекать, растекаться Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιρρέω: συρρέω, τρέχω πρός τι ὁμοῦ, συνεπιρρέοντος καὶ τοῦ κατ’ ἀγροὺς διατρίβοντος ὄχλου Διον. Ἁλ. 10, 16· τὸ ἔλαιον συνεπιρρεῖ πορρωτάτω δι’ ὑγρότητα τῶν μερῶν κινούμενον Πλούτ. 2. 696D.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιρρέω
1. τρέχω προς ένα σημείο μαζί με άλλον
2. εξαπλώνομαι, διαδίδομαι
μσν.
μτφ. συντελώ, συμβάλλω.

German (Pape)

(ῥέω), mit od. zugleich hinzufließen, Plut. Symp. 6.9.3.