τιθηνητήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, θηλ. [[τιθηνήτειρα]], Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[τροφός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τιθηνῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> / -<i>τειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τιμη</i>-<i>τήρ</i>, <i>γεννή</i>-<i>τειρα</i>)].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, θηλ. [[τιθηνήτειρα]], Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[τροφός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τιθηνῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> / -<i>τειρα</i> (<b>πρβλ.</b> [[τιμητήρ]], [[γεννήτειρα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:29, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθηνητήρ Medium diacritics: τιθηνητήρ Low diacritics: τιθηνητήρ Capitals: ΤΙΘΗΝΗΤΗΡ
Transliteration A: tithēnētḗr Transliteration B: tithēnētēr Transliteration C: tithinitir Beta Code: tiqhnhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = τιθηνός, AP7.241 (Antip. Sid.), APl.4.179 (Arch.):—fem. τῐθην-ήτειρα, = τιθήνη, AP9.19 (Id.), APl.4.296 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1113] ῆρος, ὁ, = τιθηνός, Archi. 13 (Plan. 179).

Russian (Dvoretsky)

τῐθηνητήρ: ῆρος ὁ Anth. = τιθηνός I.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθηνητήρ: ῆρος, ὁ, = τιθηνός, Ἀνθολ. Παλ. 7. 241, Πλαν. 179· - θηλ. τιθηνήτειρα = τιθήνη, Ἀνθολ. Π. 9. 19, Πλαν. 296· - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, θηλ. τιθηνήτειρα, Α
(ποιητ. τ.) τροφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθηνῶ + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. τιμητήρ, γεννήτειρα)].

Greek Monotonic

τῐθηνητήρ: -ῆρος, ὁ, = τιθηνός, σε Ανθ.· θηλ. τιθηνήτειρα = τιθήνη, στον ίδ.

Middle Liddell

τῐθηνητήρ, ῆρος, ὁ,
= τιθηνός, Anth.:—fem. -τειρα, = τιθήνη, Anth.