ἀνομογενής: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀνομογενής]])<br />αυτός που δεν ανήκει στό ίδιο [[γένος]] ή [[είδος]] με άλλον.
|mltxt=-ές (Α [[ἀνομογενής]])<br />αυτός που δεν ανήκει στό ίδιο [[γένος]] ή [[είδος]] με άλλον.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[ungleichartig]]</i>, Sext.Emp.
}}
}}

Revision as of 17:00, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομογενής Medium diacritics: ἀνομογενής Low diacritics: ανομογενής Capitals: ΑΝΟΜΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: anomogenḗs Transliteration B: anomogenēs Transliteration C: anomogenis Beta Code: a)nomogenh/s

English (LSJ)

ές, of different kind, ibid. (prob.), Chrysipp.Stoic.2.81, Arr.Epict.1.20.2, Alex.Aphr.in Top.116.10, al., S.E.M.8.229.

Spanish (DGE)

-ές
carente de homogeneidad τέχνη καὶ δύναμις Arr.Epict.1.20.2, ἀρχαί Simp.in Ph.27.27, c. dat. ἄλλο τι ἀνομογενές τῇ ἐπιστήμῃ Alex.Aphr.in Top.117.27
subst. τὸ ἀ. Hero Def.26, Chrysipp.Stoic.2.81 (= S.E.M.8.229), Alex.Aphr.in Top.116.10.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομογενής: неоднородный Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομογενής: -ές, ὁ μὴ ὁμογενής, ὁ διάφορος τὸ γένος, Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 229.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀνομογενής)
αυτός που δεν ανήκει στό ίδιο γένος ή είδος με άλλον.

German (Pape)

ές, ungleichartig, Sext.Emp.