ἀντιφυλάσσω: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀντιφῠλάσσω:''' атт. ἀντιφῠλάττω<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀντιφῠλάσσω:''' атт. ἀντιφῠλάττω<br /><b class="num">1</b> [[со своей стороны наблюдать]] (τινά Plat.);<br /><b class="num">2</b> med. (также) зорко следить, остерегаться (τινά Xen., Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:55, 25 November 2022
English (LSJ)
Att. ἀντιφυλάττω, watch in turn, Pl.Lg.705e:—Med., to be on one's guard in turn, X. An.2.5.3, cf. Plu.Demetr.36.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
vigilar a su vez μοι Pl.Lg.705e
•en v. med., abs. tomar medidas de precaución a su vez X.An.2.5.3, Plu.Demetr.36.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιφῠλάσσω: атт. ἀντιφῠλάττω
1 со своей стороны наблюдать (τινά Plat.);
2 med. (также) зорко следить, остерегаться (τινά Xen., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφῠλάσσω: Ἀττ. -ττω, ἐπιτηρῶ τὸν ἐπιτηροῦντα, ἀντιφυλάξατε ἑπόμενοι Πλάτ. Νόμ. 705Ε: ― Μέσ., λαμβάνω προφυλακτικὰ μέτρα κατά τινος φυλασσομένου με, φυλαττόμενον δέ σε ὁρῶ ὡς πολεμίους ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς ὁρῶντες ταῦτα ἀντιφυλασσόμεθα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 3, πρβλ. Πλουτ. Δημήτ. 36.
Greek Monolingual
ἀντιφυλάσσω κ. -ττω (Α)
επαγρυπνώ κι εγώ, παρακολουθώ τον εχθρό που με παρακολουθεί.
Greek Monotonic
ἀντιφῠλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, προσέχω με τη σειρά μου, σε Πλάτ. — Μέσ., βρίσκομαι σε επιφυλακή ενάντια σε, τινά, σε Ξεν.
Middle Liddell
to watch in turn, Plat.:—Mid. to be on one's guard against, τινά Xen.