ἀστίτης: Difference between revisions
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀστίτης:''' ου (ῑ) ὁ горожанин, гражданин Soph. | |elrutext='''ἀστίτης:''' ου (ῑ) ὁ [[горожанин]], [[гражданин]] Soph. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:15, 11 May 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (ἄστυ) townsman, citizen, S.Fr.92; spelt ἀστείτης in CIG2134b23.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ῑ]
ciudadano οὐ γάρ τι θεσμὰ τοῖσιν ἀστίταις πρέπει S.Fr.92, cf. 93, St.Byz.s.u. ἄστυ.
German (Pape)
[Seite 376] ὁ, der Bürger, Städter, Soph. frg. 81. 82.
Russian (Dvoretsky)
ἀστίτης: ου (ῑ) ὁ горожанин, гражданин Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (ἄστυ) ἀστός, κάτοικος τοῦ ἄστεως, πολίτης Σοφ. Ἀποσπ. 81˙ γράφεται δὲ ἀστείτης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2134 β, 23.
Greek Monolingual
ἀστίτης, ο (Α)
ο αστός, ο πολίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ κατά το πολ-ίτης].