ἄλλην: Difference between revisions

From LSJ

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0103.png Seite 103]] sc. ὁδόν, anders wohin, Plat. [[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]] ἀποβλέποντες ἐς ἡμᾶς, hier u. dort hin, Euthyd. 273 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0103.png Seite 103]] ''[[sc.]]'' ὁδόν, anders wohin, Plat. [[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]] ἀποβλέποντες ἐς ἡμᾶς, hier u. dort hin, Euthyd. 273 b.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:20, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλλην Medium diacritics: ἄλλην Low diacritics: άλλην Capitals: ΑΛΛΗΝ
Transliteration A: állēn Transliteration B: allēn Transliteration C: allin Beta Code: a)/llhn

English (LSJ)

1 acc. fem. of ἄλλος, used (se. ὁδόν) as adverb, elsewhither, ἄλλην καὶ ἄλλην διώκειν X.Cyr.4.1.15, cf. Aen.Tact.26.3: also of time, ἄλλην καὶ ἄλλην ἀποβλέπειν εἴς τινα again and again, Pl.Euthd.273b.
2 ἄλλην· λάχανον (Ital.), prob. Lat. alium, allium, garlic Hsch.

Spanish (DGE)

ac. fem. de ἄλλος usado como adv., siempre repetido
1 por aquí y por allá ἄλλην καὶ ἄλλην ... διώκειν X.Cyr.4.1.15, dud. λίθους ... βάλλειν ἄλλην καὶ ἄλλην Aen.Tact.26.6, 22.12.
2 de cuando en cuando, una y otra vez ἀ. καὶ ἄ. ἀποβλέποντε εἰς ἡμᾶς mirándonos de cuando en cuando Pl.Euthd.273b.
3 καὶ ἐπὶ τοῦ ἀρτυνθέντος περικόμματος, ἐξ οὗ ἀλλαντοπώλης Hsch.
4 λάχανον, Ἰταλοί prob. lat. alium, allium, ajo Hsch.

German (Pape)

[Seite 103] sc. ὁδόν, anders wohin, Plat. ἄλλην καὶ ἄλλην ἀποβλέποντες ἐς ἡμᾶς, hier u. dort hin, Euthyd. 273 b.

Russian (Dvoretsky)

ἄλλην: adv. (sc. ὁδόν) в другую сторону ἄ. καὶ ἄ. Plat. то туда, то сюда или с разных сторон.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλλην: αἰτ. τοῦ θηλ. τοῦ ἄλλος ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., εἰς ἄλλο μέρος πρὸς ἄλλον τόπον, ἄλλοσε: ἀλλά: ἄλλην καὶ ἄλλην ἀποβλέπειν εἴς τινα, πάλιν καὶ πάλιν, Πλάτ. Εὐθύδ. 273Β.

Greek Monolingual

ἄλλην επίρρ. (Α)
1. (για τόπο) σε άλλο μέρος, αλλού
2. (για χρόνο) πάλι, ξανά
3. φρ. «ἄλλην καὶ ἄλλην», α) (τοπικά) σε άλλο και σε άλλο μέρος, εδώ κι εκεί
β) (χρονικά) πάλι και πάλι, κατ’ επανάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιτιατική θηλυκού της λέξης ἄλλος με επιρρηματική χρήση].

Greek Monotonic

ἄλλην: αιτ. θηλ. του ἄλλος, ως επίρρ., ἄλλην καὶ ἄλλην, ξανά και ξανά, σε Πλάτ.