ἐκπεριέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr. [[dar un rodeo]] τῶν εὐζώνων ἐκπεριελθόντων ἐκ πολλοῦ habiendo dado un vasto rodeo la infantería ligera</i> Plb.10.31.3, οἱ ἱππεῖς ἐκπεριελθόντες καὶ κατὰ νώτου συνελάσαντες τοὺς Ἰνδούς Polyaen.4.3.22, fig., c. ac. int. ὁ μῦθος ἐκπεριελθὼν ἀπ' Αἰγύπτου μακρὰν ὁδὸν Plu.2.614b.<br /><b class="num">II</b> tr.<br /><b class="num">1</b> c. ac. de lugar [[rodear completamente]], [[recorrer]] τὸν Πόντον Plu.<i>Caes</i>.58, τὰς πέντε τῶν Παλαιστίνων πόλεις I.<i>AI</i> 6.6, cf. Luc.<i>Asin</i>.18, τὸν οὐρανὸν ... ἐκπεριερχομένην de la luna, Hippol.<i>Haer</i>.6.53.5<br /><b class="num">•</b>fig. [[abarcar con el pensamiento]], [[examinar]] ὅπως ἂν ἐκπεριέλθωμεν ὀρθῶς πᾶν ὃ δύναταιῥηθῆναι Phld.<i>Rh</i>.1.154, cf. <i>Sign</i>.19.14, οὐδὲν ἀθλιώτερον τοῦ πάντα κύκλῳ ἐκπεριερχομένου M.Ant.2.13, ἡμᾶς ἐξ ἀρχῆς ἑλὼν καὶ πάντα τρόπον ἐκπεριελθών Gr.Thaum.<i>Pan.Or</i>.7.2.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de pers. [[cercar]] τοὺς πολεμίους Onas.22.4, φοβηθέντες μὴ κυκλωθεῖεν ἐκπεριελθόντων αὐτοὺς τῶν πολεμίων Hdn.3.3.8, fig. τοῦ θεοῦ δεινῶς αὐτὸν ἐκπεριελθόντος I.<i>AI</i> 5.44, cf. Gr.Nyss.<i>Hex</i>.M.44.77A.
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr. [[dar un rodeo]] τῶν εὐζώνων ἐκπεριελθόντων ἐκ πολλοῦ habiendo dado un vasto rodeo la infantería ligera</i> Plb.10.31.3, οἱ ἱππεῖς ἐκπεριελθόντες καὶ κατὰ νώτου συνελάσαντες τοὺς Ἰνδούς Polyaen.4.3.22, fig., c. ac. int. ὁ μῦθος ἐκπεριελθὼν ἀπ' Αἰγύπτου μακρὰν ὁδὸν Plu.2.614b.<br /><b class="num">II</b> [[tr]].<br /><b class="num">1</b> c. ac. de lugar [[rodear completamente]], [[recorrer]] τὸν Πόντον Plu.<i>Caes</i>.58, τὰς πέντε τῶν Παλαιστίνων πόλεις I.<i>AI</i> 6.6, cf. Luc.<i>Asin</i>.18, τὸν οὐρανὸν ... ἐκπεριερχομένην de la luna, Hippol.<i>Haer</i>.6.53.5<br /><b class="num">•</b>fig. [[abarcar con el pensamiento]], [[examinar]] ὅπως ἂν ἐκπεριέλθωμεν ὀρθῶς πᾶν ὃ δύναταιῥηθῆναι Phld.<i>Rh</i>.1.154, cf. <i>Sign</i>.19.14, οὐδὲν ἀθλιώτερον τοῦ πάντα κύκλῳ ἐκπεριερχομένου M.Ant.2.13, ἡμᾶς ἐξ ἀρχῆς ἑλὼν καὶ πάντα τρόπον ἐκπεριελθών Gr.Thaum.<i>Pan.Or</i>.7.2.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de pers. [[cercar]] τοὺς πολεμίους Onas.22.4, φοβηθέντες μὴ κυκλωθεῖεν ἐκπεριελθόντων αὐτοὺς τῶν πολεμίων Hdn.3.3.8, fig. τοῦ θεοῦ δεινῶς αὐτὸν ἐκπεριελθόντος I.<i>AI</i> 5.44, cf. Gr.Nyss.<i>Hex</i>.M.44.77A.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:53, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπεριέρχομαι Medium diacritics: ἐκπεριέρχομαι Low diacritics: εκπεριέρχομαι Capitals: ΕΚΠΕΡΙΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: ekperiérchomai Transliteration B: ekperierchomai Transliteration C: ekperierchomai Beta Code: e)kperie/rxomai

English (LSJ)

= ἐκπερίειμι (go out and round, go all round), Plb.10.31.3, Onos.22.4, Plu.2.614c, Luc. Asin.18: c. acc., A traverse, include in one's survey, τὰ φανερὰ πάντα Phld.Sign.19, cf.Rh.1.154S.; τὸν Πόντον Plu.Caes.58; πόλεις J.AJ 6.1.1. 2 surround, envelop, Hdn.3.3.8. II circumvent, J. AJ5.1.14, al.

Spanish (DGE)

I intr. dar un rodeo τῶν εὐζώνων ἐκπεριελθόντων ἐκ πολλοῦ habiendo dado un vasto rodeo la infantería ligera Plb.10.31.3, οἱ ἱππεῖς ἐκπεριελθόντες καὶ κατὰ νώτου συνελάσαντες τοὺς Ἰνδούς Polyaen.4.3.22, fig., c. ac. int. ὁ μῦθος ἐκπεριελθὼν ἀπ' Αἰγύπτου μακρὰν ὁδὸν Plu.2.614b.
II tr.
1 c. ac. de lugar rodear completamente, recorrer τὸν Πόντον Plu.Caes.58, τὰς πέντε τῶν Παλαιστίνων πόλεις I.AI 6.6, cf. Luc.Asin.18, τὸν οὐρανὸν ... ἐκπεριερχομένην de la luna, Hippol.Haer.6.53.5
fig. abarcar con el pensamiento, examinar ὅπως ἂν ἐκπεριέλθωμεν ὀρθῶς πᾶν ὃ δύναταιῥηθῆναι Phld.Rh.1.154, cf. Sign.19.14, οὐδὲν ἀθλιώτερον τοῦ πάντα κύκλῳ ἐκπεριερχομένου M.Ant.2.13, ἡμᾶς ἐξ ἀρχῆς ἑλὼν καὶ πάντα τρόπον ἐκπεριελθών Gr.Thaum.Pan.Or.7.2.
2 c. ac. de pers. cercar τοὺς πολεμίους Onas.22.4, φοβηθέντες μὴ κυκλωθεῖεν ἐκπεριελθόντων αὐτοὺς τῶν πολεμίων Hdn.3.3.8, fig. τοῦ θεοῦ δεινῶς αὐτὸν ἐκπεριελθόντος I.AI 5.44, cf. Gr.Nyss.Hex.M.44.77A.

German (Pape)

[Seite 772] (s. ἔρχομαι), dasselbe; Pol. 10, 31, 3; Luc. Asin. 18; Πόντον Plut. Caes. 58.

French (Bailly abrégé)

c. ἐκπερίειμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπεριέρχομαι: (с или из какого-л. места) обходить, объезжать, огибать (ἐκπεριελθεῖν τοὺς ὑπερδεξίους τόπους Polyb.; δι᾽ Ἀρκαδίας Plut.): ὀλίγον ἐκπεριελθών Luc. пустившись немного в обход.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπεριέρχομαι: ἀποθ. = τῷ προηγ., Πολύβ. 10. 31, 3, Λουκ. Ὄνος 18.

Greek Monolingual

ἐκπεριέρχομαι (Α)
1. εκπερίειμι
2. (με αιτ.) εποπτεύωἐκπεριέρχομαι τὸν Πόντον», Πλούτ.)
3. περικυκλώνω
4. απατώ, εξαπατώ.