ἐπικυλίκειος: Difference between revisions
τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἀνέσπερον → undimmed and unsetting light
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikylikeios | |Transliteration C=epikylikeios | ||
|Beta Code=e)pikuli/keios | |Beta Code=e)pikuli/keios | ||
|Definition=or | |Definition=or [[ἐπικυλίκιος]], ον, [[said]] or [[done over]] one's [[cups]], λόγοι Ath. 1.2a, Plu.2.1146d, cf. D.L.4.42, Poll.6.108. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
or ἐπικυλίκιος, ον, said or done over one's cups, λόγοι Ath. 1.2a, Plu.2.1146d, cf. D.L.4.42, Poll.6.108.
German (Pape)
[Seite 955] beim Becher, zum Trunk gesprochen, λόγοι, Tischgespräche, Ath. I, 2 a; ἐξηγήσεις D. L. 4, 42. Vgl. ἐπικύκλιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait ou se dit à table (litt. sur les coupes).
Étymologie: ἐπί, κύλιξ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικῠλίκειος: произносимый за чашей, застольный (λόγοι Plut.; ἐξηγήσεις Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικῠλίκειος: -ον, ὁ λεγόμενος ἢ πραττόμενος ἐπὶ τῆς κύλικος, δηλ. τοῦ ποτηρίου, ἤτοι ἐνῷ τις πίνει, ἐν συμποσίῳ (inter pocula), ἆρ’ οὖν ἐθελήσεις καὶ ἡμῖν τῶν καλῶν ἐπικυλικείων λόγων μεταδοῦναι: Ἀθήν. 2Α, ἔνθα ἐν νεωτέραις ἐκδ. γράφεται ἐπικυλικίων· ἔχεις τοὺς ἐπικυλικείους περὶ μουσικῆς λόγους Πλούτ. 2.1146D, ἔνθα ἀντίγραφά τινα ἔχουσιν ἐπικυλκίους (ἐπικυκλίους Wyttenb. καὶ ἄλλοι)· πρβλ. Διογ. Λ. 4. 42, καὶ ἴδε τὴν λ. κύλιξ.
Greek Monolingual
ἐπικυλίκειος και -ιος, -ον (Α)
αυτός που λέγεται ή γίνεται ενώ ετοιμάζεται να πιει κάποιος («ἐπικυλίκειοι λόγοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πρόκειται πιθανότατα για «σύνθετο εκ συναρπαγής» από την έκφραση «επί της κύλικος (φλυαρείν)»].