ἐπιληΐς: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epiliis
|Transliteration C=epiliis
|Beta Code=e)pilhi/+s
|Beta Code=e)pilhi/+s
|Definition=ίδος, ἡ<b class="b3">, λείἀ</b> [[obtained as booty]] or [[plunder]], [[gained in war]], πόλεις <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.2.23</span>.
|Definition=-ίδος, ἡ<b class="b3">, λείἀ</b> [[obtained as booty]] or [[plunder]], [[gained in war]], πόλεις X.''HG''3.2.23.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιληΐς:''' -ΐδος, ἡ ([[λεία]]), αυτή που έχει ληφθεί ως [[λεία]], που έχει κατακτηθεί ως [[λάφυρο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπιληΐς:''' -ΐδος, ἡ ([[λεία]]), αυτή που έχει ληφθεί ως [[λεία]], που έχει κατακτηθεί ως [[λάφυρο]], σε Ξεν.
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιληΐς Medium diacritics: ἐπιληΐς Low diacritics: επιληΐς Capitals: ΕΠΙΛΗΪΣ
Transliteration A: epilēḯs Transliteration B: epilēis Transliteration C: epiliis Beta Code: e)pilhi/+s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, λείἀ obtained as booty or plunder, gained in war, πόλεις X.HG3.2.23.

German (Pape)

[Seite 958] ίδος, (als Beute) erobert, πόλις Xen. Hell. 3, 2, 23.

French (Bailly abrégé)

ΐδος
adj. f.
conquise comme butin, càd par le droit de la guerre.
Étymologie: ἐπί, λεία.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιληΐς: ΐδος adj. f добытый на войне, захваченный (πόλεις Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιληΐς: ΐδος, ἡ, (λεία) ἡ ληφθείσα ὡς λεία ἢ λάφυρον, κτηθεῖσα ἐν πολέμῳ, ἐπιληΐδας γὰρ ἔχοιεν τὰς πόλεις Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 23.

Greek Monotonic

ἐπιληΐς: -ΐδος, ἡ (λεία), αυτή που έχει ληφθεί ως λεία, που έχει κατακτηθεί ως λάφυρο, σε Ξεν.