ἕλκημα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />ce | |btext=ατος (τό) :<br />ce qu'on traîne, proie livrée en pâture.<br />'''Étymologie:''' [[ἑλκέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 22:40, 11 December 2022
English (LSJ)
ατος, τό, that which is torn in pieces, prey, κυνῶν ἕ. E.HF568.
Spanish (DGE)
-ματος, τό presa κυνῶν ἕ. E.HF 568.
German (Pape)
[Seite 798] τό, das Fortgeschleppte, die Beute, Eur. Herc. Fur. 568.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qu'on traîne, proie livrée en pâture.
Étymologie: ἑλκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἕλκημα: ατος τό захваченная добыча: ῥῖψαί τι κυνῶν ἕ. Eur. бросить что-л. на съедение собакам.
Greek (Liddell-Scott)
ἕλκημα: τό, τὸ χρησιμεῦον πρὸς σπαραγμόν, = ἑλώριον, σπάραγμα, κυνῶν ἕλκημα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 568.
Greek Monolingual
ἕλκημα, το (Α)
φρ. «κυνῶν ἕλκημα» — αυτό που θα σύρουν και θα κατασπαράξουν τα σκυλιά.
Greek Monotonic
ἕλκημα: -ατος, τό (ἑλκέω), αυτό που είναι σχισμένο σε κομμάτια, λεία, σπάραγμα, βορά, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἕλκημα, ατος, τό, ἑλκέω
that which is torn in pieces, a prey, Eur.