ἠπιόχειρ: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=χειρος (ὁ, ἡ)<br />dont la main adoucit, soulage.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπιος]], [[χείρ]]. | |btext=χειρος (ὁ, ἡ)<br />[[dont la main adoucit]], [[soulage]].<br />'''Étymologie:''' [[ἤπιος]], [[χείρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:16, 9 January 2023
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, with soothing hand, AP9.525.8, prob. in Orph.H.23.8, 84.8.
German (Pape)
[Seite 1175] ειρος, mit schmerzstillender, heilender Hand, heißt Apollo, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 8).
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ, ἡ)
dont la main adoucit, soulage.
Étymologie: ἤπιος, χείρ.
Russian (Dvoretsky)
ἠπιόχειρ: χειρος adj. чья рука дает успокоение, исцеляющий (Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠπιόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ἔχων πραεῖαν, καταπραΰνουσαν χεῖρα, Ἀπόλλων Ἀνθ. Π. 9. 525, 8.
Greek Monolingual
ἠπιόχειρ, ὁ, ἡ και ἠπιόχειρος, -ον (Α)
αυτός, του οποίου το χέρι χαρίζει κατευνασμό και γαλήνη («ἠπιόχειρ Ἀπόλλων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + χειρ].
Greek Monotonic
ἠπιόχειρ: -ειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χέρι που καταπραΰνει, ανακουφίζει, σε Ανθ.