ἡμιωβολιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "d’u" to "d'u")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui vaut une demi-obole;<br /><b>2</b> de la largeur d’une demi-obole.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμιωβόλιον]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui vaut une demi-obole;<br /><b>2</b> de la largeur d'une demi-obole.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμιωβόλιον]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 08:35, 4 October 2022

German (Pape)

[Seite 1171] α, ον, einen halben Obolus werth, Ar. Ran. 554; so groß wie ein halber Obolus, Xen. Mem. 1, 3, 12.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui vaut une demi-obole;
2 de la largeur d'une demi-obole.
Étymologie: ἡμιωβόλιον.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιωβολιαῖος:
1) ценой в пол-обола (κρέα Arph.);
2) величиной с монету в пол-обола (φαλάγγιον Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιωβολιαῖος: -α, -ον, ἔχων ἀξίαν ἡμίσεος ὀβολοῦ, Ἀριστοφ. Βατρ. 554· ἔχων τὸ μέγεθος ἡμίσεος ὀβολοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 12.

Greek Monolingual

ἡμιωβολιαῖος, -α, -ον (Α) ημιώβολο
1. αυτός που έχει αξία μισού οβολού
2. αυτός που έχει μέγεθος μισού οβολού.

Greek Monotonic

ἡμιωβολιαῖος: -α, -ον, αυτός που έχει αξία μισού οβολού, σε Αριστοφ.· αυτός που έχει το μέγεθος του μισού οβολού, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἡμι-ωβολιαῖος, η, ον
worth half an obol, Ar.: as large as a half-obol, Xen. [from ἡμιωβόλιον