ὁμιλαδόν: Difference between revisions
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en troupe, en foule;<br /><b>2</b> ensemble avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμιλος]], -δον. | |btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> [[en troupe]], [[en foule]];<br /><b>2</b> ensemble avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμιλος]], -δον. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:35, 28 November 2022
English (LSJ)
Adv., (ὅμιλος) A in groups or bands, in crowds, Il.12.3,15.277 :—also ὁμῑληδόν, Hes.Sc.170. II c. dat., together with, A.R. 3.596, Opp.C.2.199.
German (Pape)
[Seite 331] hausen-, schaarenweise; ἐμάχοντο Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες ὁμ., Il. 12, 3, vgl. 15, 277. 17, 730; sp. D., πᾶσαι ὁμιλαδὸν ἠγερέθοντο, Ap. Rh. 1, 655, vgl. 3, 596. Auch ὁμιληδόν, s. unten.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en troupe, en foule;
2 ensemble avec, τινι.
Étymologie: ὅμιλος, -δον.
Russian (Dvoretsky)
ὁμῑλᾰδόν: adv. группами, отрядами (μάχεσθαι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμῑλᾰδόν: Ἐπίρρ., (ὅμιλος) ὡς τὸ ἰλαδόν, καθ’ ὁμίλους, κατὰ πλήθη, Λατ. turmatim, Ἰλ. Μ. 3., Ο. 277. ΙΙΙ. Ἀπολλ. Ρόδ., ὡς τὸ ὁμοῦ, μετὰ δοτικ., ὁμοῦ μετά..., Γ. 596· ― ὡσαύτως ὁμῑληδόν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 170.
Greek Monolingual
ὁμιλαδόν και ὁμιληδόν (Α)
επίρρ.
1. κατά πλήθη
2. μαζί με κάποιον («ἀνδράσι νοστήσαντας ὁμιλαδόν», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅμιλος + επιρρμ. κατάλ. -αδόν / -ηδόν (πρβλ. ιλ-αδόν / ιλ-ηδόν)].
Greek Monotonic
ὁμῑλᾰδόν: επίρρ. (ὅμιλος), σε ομάδες ή σειρές, κατά πλήθη, Λατ. turmatim, σε Ομήρ. Ιλ.