διόγνητος: Difference between revisions
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διόγνητος:''' Hes. = [[διογενής]]. | |elrutext='''διόγνητος:''' Hes. = [[διογενής]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=(für διογένητος) = [[διογενής]], Hes. <i>Sc</i>. 340. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:53, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, contr. for Διογένητος, = διογενής, Hes. Sc. 340.
Spanish (DGE)
-ον
contr. por Διογένητος noble, bien nacido Ἰόλαος Hes.Sc.340, Φλεγύαο διογνήτοιο θύγατρα Hes.Fr.60, cf. EM 277.19G.
Greek Monolingual
διόγνητος, -ον (Α)
ο διογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. αντί διογένητος < διο- + -γένητος < γίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
διόγνητος: Hes. = διογενής.
German (Pape)
(für διογένητος) = διογενής, Hes. Sc. 340.