κλυτοφεγγής: Difference between revisions
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλυτοφεγγής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει λαμπερό φως («κλυτοφεγγεῖς ἀστέρες»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]]), [[πρβλ]]. [[ | |mltxt=[[κλυτοφεγγής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει λαμπερό φως («κλυτοφεγγεῖς ἀστέρες»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]]), [[πρβλ]]. [[άστροφεγγής]], [[λαμπροφεγγής]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, brightly-beaming, Man.2.148.
German (Pape)
[Seite 1458] ές, herrlich leuchtend, ἀστέρες Maneth. 2, 148.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτοφεγγής: -ές, λαμπρῶς φωτίζων, ἀστέρες κλυτοφεγγεῖς Μανέθων 2. 148.
Greek Monolingual
κλυτοφεγγής, -ές (Α)
αυτός που έχει λαμπερό φως («κλυτοφεγγεῖς ἀστέρες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. άστροφεγγής, λαμπροφεγγής).