σείστρο: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / σεῖστρον, ΝΑ<br /><b>1.</b> ιδιόφωνο μουσικό όργανο, γνωστό [[ακόμη]] από την [[αρχαιότητα]], που αποτελείται από ξύλινο, πήλινο ή μεταλλικό [[σκελετό]] και εγκάρσιες ράβδους στις οποίες [[είναι]] περασμένα θορυβογόνα αντικείμενα που ηχούν όταν σείεται το όργανο («με σάπλιγγες και τύμπανα και κύμβαλα και σείστρα», Πορφύρ.)<br /><b>2.</b> (ως παιδικό [[παιχνίδι]]) [[κουδουνίστρα]].<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα σείστρα</i><br />οι γλωσσίδες μικρών κουδουνιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[πορνείο]], [[χαμαιτυπείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σείω]] (<b>πρβλ.</b> [[σειστός]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στέγασ</i>-<i>τρον</i>)].
|mltxt=το / σεῖστρον, ΝΑ<br /><b>1.</b> ιδιόφωνο μουσικό όργανο, γνωστό [[ακόμη]] από την [[αρχαιότητα]], που αποτελείται από ξύλινο, πήλινο ή μεταλλικό [[σκελετό]] και εγκάρσιες ράβδους στις οποίες [[είναι]] περασμένα θορυβογόνα αντικείμενα που ηχούν όταν σείεται το όργανο («με σάπλιγγες και τύμπανα και κύμβαλα και σείστρα», Πορφύρ.)<br /><b>2.</b> (ως παιδικό [[παιχνίδι]]) [[κουδουνίστρα]].<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα σείστρα</i><br />οι γλωσσίδες μικρών κουδουνιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[πορνείο]], [[χαμαιτυπείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σείω]] (<b>πρβλ.</b> [[σειστός]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. [[στέγαστρον]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 11 May 2023

Greek Monolingual

το / σεῖστρον, ΝΑ
1. ιδιόφωνο μουσικό όργανο, γνωστό ακόμη από την αρχαιότητα, που αποτελείται από ξύλινο, πήλινο ή μεταλλικό σκελετό και εγκάρσιες ράβδους στις οποίες είναι περασμένα θορυβογόνα αντικείμενα που ηχούν όταν σείεται το όργανο («με σάπλιγγες και τύμπανα και κύμβαλα και σείστρα», Πορφύρ.)
2. (ως παιδικό παιχνίδι) κουδουνίστρα.
νεοελλ.
1. συν. στον πληθ. τα σείστρα
οι γλωσσίδες μικρών κουδουνιών
αρχ.
πορνείο, χαμαιτυπείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σείω (πρβλ. σειστός) + επίθημα -τρον (πρβλ. στέγαστρον)].