φλύζω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ξεχειλίζω, [[γεμίζω]] [[μέχρι]] πάνω). Ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ [[φλέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[ξεχειλίζω]], [[γεμίζω]] [[μέχρι]] πάνω). Ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ [[φλέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλύζω Medium diacritics: φλύζω Low diacritics: φλύζω Capitals: ΦΛΥΖΩ
Transliteration A: phlýzō Transliteration B: phlyzō Transliteration C: flyzo Beta Code: flu/zw

English (LSJ)

v. φλύω.

German (Pape)

[Seite 1293] seltene Nebenform von φλύω, Nic. Al. 214 μανίης ὕπο μυρία φλύζων.

Greek (Liddell-Scott)

φλύζω: ἐν λέξ. φλύω.

Greek Monolingual

Α
φλύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. φλύω σχηματισμένος από το θ. φλυ- με λαρυγγική παρέκταση -γ- και επίθημα - (βλ. και λ. φλύω)].

Greek Monotonic

φλύζω: βλ. φλύω.

Mantoulidis Etymological

(=ξεχειλίζω, γεμίζω μέχρι πάνω). Ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ φλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.