ἀμφίεσις: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἐνδυμασία). Παράγωγο τοῦ [[ἀμφιέννυμι]] ([[ἀμφί]]+ϝεσ+νυ+μι), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[ἀμφίεσμα]], [[ἀμφιεσμός]], [[ἀμφιεστρίς]] ἤ [[ἐφεστρίς]] (=[[μανδύας]]), τό ἄμφιον (πληθ. ἄμφια), μεταμφίεσις, [[εἷμα]] (=[[ἔνδυμα]]), [[μελανείμων]] (=ὁ ντυμένος στά μαῦρα), ἷμα, [[ἱμάτιον]], [[ἱματίδιον]], ἱματίζομαι (=ντύνομαι), [[ἱματισμός]], [[ἐσθής]], [[λευχείμων]] (=αὐτός πού φορᾶ ἄσπρα).
|mantxt=(=[[ἐνδυμασία]]). Παράγωγο τοῦ [[ἀμφιέννυμι]] ([[ἀμφί]]+ϝεσ+νυ+μι), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[ἀμφίεσμα]], [[ἀμφιεσμός]], [[ἀμφιεστρίς]] ἤ [[ἐφεστρίς]] (=[[μανδύας]]), τό ἄμφιον (πληθ. ἄμφια), μεταμφίεσις, [[εἷμα]] (=[[ἔνδυμα]]), [[μελανείμων]] (=ὁ ντυμένος στά μαῦρα), ἷμα, [[ἱμάτιον]], [[ἱματίδιον]], ἱματίζομαι (=[[ντύνομαι]]), [[ἱματισμός]], [[ἐσθής]], [[λευχείμων]] (=αὐτός πού φορᾶ ἄσπρα).
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίεσις Medium diacritics: ἀμφίεσις Low diacritics: αμφίεσις Capitals: ΑΜΦΙΕΣΙΣ
Transliteration A: amphíesis Transliteration B: amphiesis Transliteration C: amfiesis Beta Code: a)mfi/esis

English (LSJ)

εως, ἡ, clothing, Sch.Od.9.51, Simp.in Cat.401.21.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
ropaje, vestimenta Sch.Od.9.51, Simp.in Cat.401.21, Thom.Mag.p.51.

German (Pape)

[Seite 139] ἡ, Kleidung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίεσις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Ζ. 108, Ι. 51· ἴδε Θωμ. Μ. σ. 44.

Mantoulidis Etymological

(=ἐνδυμασία). Παράγωγο τοῦ ἀμφιέννυμι (ἀμφί+ϝεσ+νυ+μι), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: ἀμφίεσμα, ἀμφιεσμός, ἀμφιεστρίςἐφεστρίς (=μανδύας), τό ἄμφιον (πληθ. ἄμφια), μεταμφίεσις, εἷμα (=ἔνδυμα), μελανείμων (=ὁ ντυμένος στά μαῦρα), ἷμα, ἱμάτιον, ἱματίδιον, ἱματίζομαι (=ντύνομαι), ἱματισμός, ἐσθής, λευχείμων (=αὐτός πού φορᾶ ἄσπρα).