ρύσιον: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. [[ῥύτιον]], τὸ, Α [[ῥυτός]] (ΙΙ)]<br /><b>1.</b> αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το [[λάφυρο]], η [[λεία]] («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς [[δίκην]] τοῦ ῥυσίου θ'ἥμαρτε», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως [[εγγύηση]], το [[ενέχυρο]] («[[ῥύσιον]] θεὶς τὸν | |mltxt=και δωρ. τ. [[ῥύτιον]], τὸ, Α [[ῥυτός]] (ΙΙ)]<br /><b>1.</b> αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το [[λάφυρο]], η [[λεία]] («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς [[δίκην]] τοῦ ῥυσίου θ'ἥμαρτε», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως [[εγγύηση]], το [[ενέχυρο]] («[[ῥύσιον]] θεὶς τὸν παῖδα», <b>Ιώσ.</b>)<br />γ) αυτό που λαμβάνεται ως [[αποζημίωση]] («φόνου φόνον [[ῥύσιον]] τείσω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[ῥύσια]]<br />α) [[απαίτηση]] αποζημίωσης για πρόσωπα ή πράγματα που αρπάχθηκαν ή καταλήφθηκαν με τη βία<br />β) [[αντίποινα]] («[[ῥύσια]] κατήγγειλαν τοῖς Ῥοδίοις», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[λάφυρο]], [[ἐνέχυρο]]). Ἀπό τό [[ρύομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=[[λάφυρο]], [[ἐνέχυρο]]). Ἀπό τό [[ρύομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ῥύτιον, τὸ, Α ῥυτός (ΙΙ)]
1. αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το λάφυρο, η λεία («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην τοῦ ῥυσίου θ'ἥμαρτε», Αισχύλ.)
β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως εγγύηση, το ενέχυρο («ῥύσιον θεὶς τὸν παῖδα», Ιώσ.)
γ) αυτό που λαμβάνεται ως αποζημίωση («φόνου φόνον ῥύσιον τείσω», Σοφ.)
2. στον πληθ. τὰ ῥύσια
α) απαίτηση αποζημίωσης για πρόσωπα ή πράγματα που αρπάχθηκαν ή καταλήφθηκαν με τη βία
β) αντίποινα («ῥύσια κατήγγειλαν τοῖς Ῥοδίοις», Πολ.).
Mantoulidis Etymological
(=λάφυρο, ἐνέχυρο). Ἀπό τό ρύομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.