ἀγελάς: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[αὐτή]] πού ἀνήκει στήν [[ἀγέλη]]). Ἀπό τό [[ἀγέλη]] (=κοπάδι) πού παράγεται ἀπό τό [[ρῆμα]] [[ἄγω]]. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό [[ἄγω]].
|mantxt=(=[[αὐτή]] πού ἀνήκει στήν [[ἀγέλη]]). Ἀπό τό [[ἀγέλη]] (=[[κοπάδι]]) πού παράγεται ἀπό τό [[ρῆμα]] [[ἄγω]]. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό [[ἄγω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 29 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἀγελάς: -άδος, ἡ, (ἀγέλη) ἀνήκουσα εἰς ἀγέλην. Ὁ σχολιαστὴς Ἀπολλ. τοῦ Ροδ. ἑρμηνεύων τὸ «φορβάδος ἀμφὶ βοός», λέγει, «ὑπὲρ ἀγελάδος καὶ νομάδος καὶ εὐτραφοῦς βοός», Ἀπολλ. Ροδ. Ἀργον. ΙΙ, 89.

Spanish (DGE)

-άδος
adj. fem. que pasta en libertad con la manada, campero Sch.A.R.2.88b
subst. αἱ ἀ. reses, An.Athen.1.584.13.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτή πού ἀνήκει στήν ἀγέλη). Ἀπό τό ἀγέλη (=κοπάδι) πού παράγεται ἀπό τό ρῆμα ἄγω. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ἄγω.