τετράστιχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράστιχος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερεις]] στίχους ή από [[τέσσερεις]] σειρές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (για φυτά) αυτός που φέρει [[άνθη]] διατεταγμένα σε [[τέσσερεις]] σειρές<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράστιχο</i><br />[[ποίημα]] που αποτελείται από [[τέσσερεις]] στίχους ή [[στροφή]] ποιήματος η οποία έχει [[τέσσερεις]] στίχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στίχος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>στιχος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[τετράστιχος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερεις]] στίχους ή από [[τέσσερεις]] σειρές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (για φυτά) αυτός που φέρει [[άνθη]] διατεταγμένα σε [[τέσσερεις]] σειρές<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράστιχο</i><br />[[ποίημα]] που αποτελείται από [[τέσσερεις]] στίχους ή [[στροφή]] ποιήματος η οποία έχει [[τέσσερεις]] στίχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στίχος]] ([[πρβλ]]. [[πεντάστιχος]])].
}}
}}

Revision as of 16:30, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράστῐχος Medium diacritics: τετράστιχος Low diacritics: τετράστιχος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟΣ
Transliteration A: tetrástichos Transliteration B: tetrastichos Transliteration C: tetrastichos Beta Code: tetra/stixos

English (LSJ)

ον, in four rows or courses, LXX Ex.28.17, 36.17 (39.10).

German (Pape)

[Seite 1099] in vier Reihen, Zeilen, vierzeilig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράστῐχος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τεσσάρων στίχων ἢ σειρῶν, ὕφασμα κατάλιθον τετράστιχον Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 17, Λϛʹ, 8).

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράστιχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις στίχους ή από τέσσερεις σειρές
νεοελλ.
βοτ. (για φυτά) αυτός που φέρει άνθη διατεταγμένα σε τέσσερεις σειρές
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το τετράστιχο
ποίημα που αποτελείται από τέσσερεις στίχους ή στροφή ποιήματος η οποία έχει τέσσερεις στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + στίχος (πρβλ. πεντάστιχος)].